Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀροτήρ
ἀρότης
ἀροτήσιος
ἀροτικός
ἄροτος
ἀροτός
ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
View word page
ἀροτρητής
belonging to the plough

ShortDef

belonging to the plough

Debugging

Headword:
ἀροτρητής
Headword (normalized):
ἀροτρητής
Headword (normalized/stripped):
αροτρητης
IDX:
13423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13424
Key:

Data

{'content': 'belonging to the plough'}