Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρότας
ἀροτήρ
ἀρότης
ἀροτήσιος
ἀροτικός
ἄροτος
ἀροτός
ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
View word page
ἀροτρεύω
plough

ShortDef

plough

Debugging

Headword:
ἀροτρεύω
Headword (normalized):
ἀροτρεύω
Headword (normalized/stripped):
αροτρευω
IDX:
13422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13423
Key:

Data

{'content': 'plough'}