Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρόσιμος
ἄροσις
ἀρότας
ἀροτήρ
ἀρότης
ἀροτήσιος
ἀροτικός
ἄροτος
ἀροτός
ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
View word page
ἀρότρευμα
ploughing
ShortDef
ploughing
Debugging
Headword:
ἀρότρευμα
Headword (normalized):
ἀρότρευμα
Headword (normalized/stripped):
αροτρευμα
IDX:
13420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13421
Key:
Data
{'content': 'ploughing'}