Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρος
ἀρόσιμος
ἄροσις
ἀρότας
ἀροτήρ
ἀρότης
ἀροτήσιος
ἀροτικός
ἄροτος
ἀροτός
ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
View word page
ἀροτραῖος
of grain-land, rustic

ShortDef

of grain-land, rustic

Debugging

Headword:
ἀροτραῖος
Headword (normalized):
ἀροτραῖος
Headword (normalized/stripped):
αροτραιος
IDX:
13419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13420
Key:

Data

{'content': 'of grain-land, rustic'}