Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀδώνειος
Ἀδώνια
ἀδωνιάζω
Ἀδωνιακός
Ἀδωνίας
Ἀδωνιασμός
Ἀδώνιος
Ἄδωνις
ἀδωρία
ἀδωροδόκητος
ἀδωροδόκος
ἄδωρος
ἀδωσιδικία
ἀδώτης
ἄεδνος
ἀέδνωτος
ἀέθλαρχος
ἀεθλεύω
ἀεθλητάς
ἀέθλιον
ἀέθλιος
View word page
ἀδωροδόκος
incorruptible
ShortDef
incorruptible
Debugging
Headword:
ἀδωροδόκος
Headword (normalized):
ἀδωροδόκος
Headword (normalized/stripped):
αδωροδοκος
IDX:
1341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1342
Key:
Data
{'content': 'incorruptible'}