Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρον
ἄρος
ἀρόσιμος
ἄροσις
ἀρότας
ἀροτήρ
ἀρότης
ἀροτήσιος
ἀροτικός
ἄροτος
ἀροτός
ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
View word page
ἀροτός
arable

ShortDef

arable

Debugging

Headword:
ἀροτός
Headword (normalized):
ἀροτός
Headword (normalized/stripped):
αροτος
IDX:
13418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13419
Key:

Data

{'content': 'arable'}