Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀροάνιος
ἄρον
ἄρος
ἀρόσιμος
ἄροσις
ἀρότας
ἀροτήρ
ἀρότης
ἀροτήσιος
ἀροτικός
ἄροτος
ἀροτός
ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
View word page
ἄροτος
a grain-field
ShortDef
a grain-field
Debugging
Headword:
ἄροτος
Headword (normalized):
ἄροτος
Headword (normalized/stripped):
αροτος
IDX:
13417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13418
Key:
Data
{'content': 'a grain-field'}