Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀροάνια
Ἀροάνιος
ἄρον
ἄρος
ἀρόσιμος
ἄροσις
ἀρότας
ἀροτήρ
ἀρότης
ἀροτήσιος
ἀροτικός
ἄροτος
ἀροτός
ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
View word page
ἀροτικός
capable of ploughing

ShortDef

capable of ploughing

Debugging

Headword:
ἀροτικός
Headword (normalized):
ἀροτικός
Headword (normalized/stripped):
αροτικος
IDX:
13416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13417
Key:

Data

{'content': 'capable of ploughing'}