Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρνεύω
ἀρνεώς
ἀρνηάς
ἀρνήσιμος
ἄρνησις
ἀρνητέον
ἀρνητικός
ἀρνίον
ἀρνόγλωσσον
ἀρνοκόμης
ἀρνός
ἀρνοτροφία
ἀρνοφάγος
ἄρνυμαι
ἀρνῳδός
ἀρνών
ἄρξ
ἄρξιφος
Ἀροάνια
Ἀροάνιος
ἄρον
View word page
ἀρνός
wool
ShortDef
wool
Debugging
Headword:
ἀρνός
Headword (normalized):
ἀρνός
Headword (normalized/stripped):
αρνος
IDX:
13398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13399
Key:
Data
{'content': 'wool'}