Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρνευτήρια
ἀρνεύω
ἀρνεώς
ἀρνηάς
ἀρνήσιμος
ἄρνησις
ἀρνητέον
ἀρνητικός
ἀρνίον
ἀρνόγλωσσον
ἀρνοκόμης
ἀρνός
ἀρνοτροφία
ἀρνοφάγος
ἄρνυμαι
ἀρνῳδός
ἀρνών
ἄρξ
ἄρξιφος
Ἀροάνια
Ἀροάνιος
View word page
ἀρνοκόμης
with lamb's hair

ShortDef

with lamb's hair

Debugging

Headword:
ἀρνοκόμης
Headword (normalized):
ἀρνοκόμης
Headword (normalized/stripped):
αρνοκομης
IDX:
13397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13398
Key:

Data

{'content': "with lamb's hair"}