Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρνευτήρ
ἀρνευτήρια
ἀρνεύω
ἀρνεώς
ἀρνηάς
ἀρνήσιμος
ἄρνησις
ἀρνητέον
ἀρνητικός
ἀρνίον
ἀρνόγλωσσον
ἀρνοκόμης
ἀρνός
ἀρνοτροφία
ἀρνοφάγος
ἄρνυμαι
ἀρνῳδός
ἀρνών
ἄρξ
ἄρξιφος
Ἀροάνια
View word page
ἀρνόγλωσσον
plantain, Plantago major

ShortDef

plantain, Plantago major

Debugging

Headword:
ἀρνόγλωσσον
Headword (normalized):
ἀρνόγλωσσον
Headword (normalized/stripped):
αρνογλωσσον
IDX:
13396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13397
Key:

Data

{'content': 'plantain, Plantago major'}