Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρνέα
Ἀρνεῖος
ἄρνειος
ἀρνειός
ἀρνεοθοίνης
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἀρνευτήρια
ἀρνεύω
ἀρνεώς
ἀρνηάς
ἀρνήσιμος
ἄρνησις
ἀρνητέον
ἀρνητικός
ἀρνίον
ἀρνόγλωσσον
ἀρνοκόμης
ἀρνός
ἀρνοτροφία
ἀρνοφάγος
View word page
ἀρνηάς
sheep
ShortDef
sheep
Debugging
Headword:
ἀρνηάς
Headword (normalized):
ἀρνηάς
Headword (normalized/stripped):
αρνηας
IDX:
13390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13391
Key:
Data
{'content': 'sheep'}