Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρνακίς
ἀρνέα
Ἀρνεῖος
ἄρνειος
ἀρνειός
ἀρνεοθοίνης
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἀρνευτήρια
ἀρνεύω
ἀρνεώς
ἀρνηάς
ἀρνήσιμος
ἄρνησις
ἀρνητέον
ἀρνητικός
ἀρνίον
ἀρνόγλωσσον
ἀρνοκόμης
ἀρνός
ἀρνοτροφία
View word page
ἀρνεώς
ram

ShortDef

ram

Debugging

Headword:
ἀρνεώς
Headword (normalized):
ἀρνεώς
Headword (normalized/stripped):
αρνεως
IDX:
13389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13390
Key:

Data

{'content': 'ram'}