Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρμοποιός
ἁρμός
ἅρμοσις
ἅρμοσμα
ἁρμοστέον
ἁρμοστήρ
ἁρμοστής
ἁρμοστικός
ἁρμοστός
ἅρμοστρα
ἁρμόστωρ
ἄρμυλα
ἀρναβώ
Ἀρναῖος
ἀρνακίς
ἀρνέα
Ἀρνεῖος
ἄρνειος
ἀρνειός
ἀρνεοθοίνης
ἀρνέομαι
View word page
ἁρμόστωρ
a commander

ShortDef

a commander

Debugging

Headword:
ἁρμόστωρ
Headword (normalized):
ἁρμόστωρ
Headword (normalized/stripped):
αρμοστωρ
IDX:
13375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13376
Key:

Data

{'content': 'a commander'}