Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁρμονικός
ἁρμόνιος
ἁρμοποιός
ἁρμός
ἅρμοσις
ἅρμοσμα
ἁρμοστέον
ἁρμοστήρ
ἁρμοστής
ἁρμοστικός
ἁρμοστός
ἅρμοστρα
ἁρμόστωρ
ἄρμυλα
ἀρναβώ
Ἀρναῖος
ἀρνακίς
ἀρνέα
Ἀρνεῖος
ἄρνειος
ἀρνειός
View word page
ἁρμοστός
joined, adapted, well-fitted
ShortDef
joined, adapted, well-fitted
Debugging
Headword:
ἁρμοστός
Headword (normalized):
ἁρμοστός
Headword (normalized/stripped):
αρμοστος
IDX:
13373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13374
Key:
Data
{'content': 'joined, adapted, well-fitted'}