Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρμονίζω
ἁρμονίη
ἁρμονικός
ἁρμόνιος
ἁρμοποιός
ἁρμός
ἅρμοσις
ἅρμοσμα
ἁρμοστέον
ἁρμοστήρ
ἁρμοστής
ἁρμοστικός
ἁρμοστός
ἅρμοστρα
ἁρμόστωρ
ἄρμυλα
ἀρναβώ
Ἀρναῖος
ἀρνακίς
ἀρνέα
Ἀρνεῖος
View word page
ἁρμοστής
one who arranges

ShortDef

one who arranges

Debugging

Headword:
ἁρμοστής
Headword (normalized):
ἁρμοστής
Headword (normalized/stripped):
αρμοστης
IDX:
13371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13372
Key:

Data

{'content': 'one who arranges'}