Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
ἁρμονίζω
ἁρμονίη
ἁρμονικός
ἁρμόνιος
ἁρμοποιός
ἁρμός
ἅρμοσις
ἅρμοσμα
ἁρμοστέον
ἁρμοστήρ
ἁρμοστής
ἁρμοστικός
ἁρμοστός
ἅρμοστρα
ἁρμόστωρ
View word page
ἁρμοποιός
uniting, joining

ShortDef

uniting, joining

Debugging

Headword:
ἁρμοποιός
Headword (normalized):
ἁρμοποιός
Headword (normalized/stripped):
αρμοποιος
IDX:
13365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13366
Key:

Data

{'content': 'uniting, joining'}