Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
ἁρμονίζω
ἁρμονίη
ἁρμονικός
ἁρμόνιος
ἁρμοποιός
ἁρμός
ἅρμοσις
ἅρμοσμα
ἁρμοστέον
ἁρμοστήρ
ἁρμοστής
ἁρμοστικός
ἁρμοστός
View word page
ἁρμονικός
skilled in music; harmonic
ShortDef
skilled in music; harmonic
Debugging
Headword:
ἁρμονικός
Headword (normalized):
ἁρμονικός
Headword (normalized/stripped):
αρμονικος
IDX:
13363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13364
Key:
Data
{'content': 'skilled in music; harmonic'}