Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
ἁρμονίζω
ἁρμονίη
ἁρμονικός
ἁρμόνιος
ἁρμοποιός
ἁρμός
ἅρμοσις
ἅρμοσμα
ἁρμοστέον
ἁρμοστήρ
ἁρμοστής
View word page
ἁρμονίζω
frame
ShortDef
frame
Debugging
Headword:
ἁρμονίζω
Headword (normalized):
ἁρμονίζω
Headword (normalized/stripped):
αρμονιζω
IDX:
13361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13362
Key:
Data
{'content': 'frame'}