Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
ἁρμονίζω
ἁρμονίη
ἁρμονικός
ἁρμόνιος
ἁρμοποιός
ἁρμός
ἅρμοσις
ἅρμοσμα
ἁρμοστέον
ἁρμοστήρ
View word page
Ἁρμονίδης
Harmonides (‘son of a carpenter’)
ShortDef
Harmonides (‘son of a carpenter’)
Debugging
Headword:
Ἁρμονίδης
Headword (normalized):
ἁρμονίδης
Headword (normalized/stripped):
αρμονιδης
IDX:
13360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13361
Key:
Data
{'content': 'Harmonides (‘son of a carpenter’)'}