Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδυσκόλως
ἀδυσώπητος
ἄδυτον
ἄδυτος
ἀδώμητος
Ἀδωνάρια
Ἀδώνειος
Ἀδώνια
ἀδωνιάζω
Ἀδωνιακός
Ἀδωνίας
Ἀδωνιασμός
Ἀδώνιος
Ἄδωνις
ἀδωρία
ἀδωροδόκητος
ἀδωροδόκος
ἄδωρος
ἀδωσιδικία
ἀδώτης
ἄεδνος
View word page
Ἀδωνίας
Adonijah
ShortDef
Adonijah
Debugging
Headword:
Ἀδωνίας
Headword (normalized):
ἀδωνίας
Headword (normalized/stripped):
αδωνιας
IDX:
1335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1336
Key:
Data
{'content': 'Adonijah'}