Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
ἁρμονίζω
ἁρμονίη
ἁρμονικός
ἁρμόνιος
ἁρμοποιός
ἁρμός
View word page
ἁρμολογέω
to join, pile together

ShortDef

to join, pile together

Debugging

Headword:
ἁρμολογέω
Headword (normalized):
ἁρμολογέω
Headword (normalized/stripped):
αρμολογεω
IDX:
13356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13357
Key:

Data

{'content': 'to join, pile together'}