Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
ἁρμονίζω
ἁρμονίη
ἁρμονικός
ἁρμόνιος
ἁρμοποιός
View word page
ἁρμοκ[όπος]
locksmith
ShortDef
locksmith
Debugging
Headword:
ἁρμοκ[όπος]
Headword (normalized):
ἁρμοκ[όπος]
Headword (normalized/stripped):
αρμοκ[οπος]
IDX:
13355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13356
Key:
Data
{'content': 'locksmith'}