Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρμενοθήκη
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
ἁρμονίζω
ἁρμονίη
ἁρμονικός
ἁρμόνιος
View word page
ἁρμοῖ
just, newly, lately
ShortDef
just, newly, lately
Debugging
Headword:
ἁρμοῖ
Headword (normalized):
ἁρμοῖ
Headword (normalized/stripped):
αρμοι
IDX:
13354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13355
Key:
Data
{'content': 'just, newly, lately'}