Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρμενιστί
ἀρμενοθήκη
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
ἁρμονίζω
ἁρμονίη
ἁρμονικός
View word page
ἁρμόζω
to fit together, join

ShortDef

to fit together, join

Debugging

Headword:
ἁρμόζω
Headword (normalized):
ἁρμόζω
Headword (normalized/stripped):
αρμοζω
IDX:
13353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13354
Key:

Data

{'content': 'to fit together, join'}