Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρμένιος
Ἀρμενιστί
ἀρμενοθήκη
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
ἁρμονίζω
ἁρμονίη
View word page
ἁρμοζόντως
suitably

ShortDef

suitably

Debugging

Headword:
ἁρμοζόντως
Headword (normalized):
ἁρμοζόντως
Headword (normalized/stripped):
αρμοζοντως
IDX:
13352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13353
Key:

Data

{'content': 'suitably'}