Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρμένιον
Ἀρμένιος
Ἀρμενιστί
ἀρμενοθήκη
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
ἁρμονίζω
View word page
ἁρμοδιοτυπής
of accordant mould

ShortDef

of accordant mould

Debugging

Headword:
ἁρμοδιοτυπής
Headword (normalized):
ἁρμοδιοτυπής
Headword (normalized/stripped):
αρμοδιοτυπης
IDX:
13351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13352
Key:

Data

{'content': 'of accordant mould'}