Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρμενίζω
Ἀρμένιον
Ἀρμένιος
Ἀρμενιστί
ἀρμενοθήκη
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
ἁρμονία
Ἁρμονίδης
View word page
Ἁρμόδιος
Harmodius

ShortDef

fitting together
Harmodius

Debugging

Headword:
Ἁρμόδιος
Headword (normalized):
ἁρμόδιος
Headword (normalized/stripped):
αρμοδιος
IDX:
13350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13351
Key:

Data

{'content': 'Harmodius'}