Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀρμενία
Ἀρμενιάρχης
Ἀρμενίζω
Ἀρμένιον
Ἀρμένιος
Ἀρμενιστί
ἀρμενοθήκη
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
ἁρμολόγησις
ἁρμολόγος
View word page
ἁρμογή
joining, junction
ShortDef
joining, junction
Debugging
Headword:
ἁρμογή
Headword (normalized):
ἁρμογή
Headword (normalized/stripped):
αρμογη
IDX:
13348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13349
Key:
Data
{'content': 'joining, junction'}