Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρμελάτης
ἄρμενα
Ἀρμενία
Ἀρμενιάρχης
Ἀρμενίζω
Ἀρμένιον
Ἀρμένιος
Ἀρμενιστί
ἀρμενοθήκη
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
ἁρμολογέω
View word page
ἄρμενος
fitting, proper

ShortDef

fitting, proper

Debugging

Headword:
ἄρμενος
Headword (normalized):
ἄρμενος
Headword (normalized/stripped):
αρμενος
IDX:
13346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13347
Key:

Data

{'content': 'fitting, proper'}