Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρμελατήρ
ἁρμελάτης
ἄρμενα
Ἀρμενία
Ἀρμενιάρχης
Ἀρμενίζω
Ἀρμένιον
Ἀρμένιος
Ἀρμενιστί
ἀρμενοθήκη
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
ἁρμοζόντως
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμοκ[όπος]
View word page
ἀρμενοποιέω
sail

ShortDef

sail

Debugging

Headword:
ἀρμενοποιέω
Headword (normalized):
ἀρμενοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αρμενοποιεω
IDX:
13345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13346
Key:

Data

{'content': 'sail'}