Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφία
ἁρματοτροχιά
ἁρματροχιή
ἁρμελατήρ
ἁρμελάτης
ἄρμενα
Ἀρμενία
Ἀρμενιάρχης
Ἀρμενίζω
Ἀρμένιον
Ἀρμένιος
Ἀρμενιστί
ἀρμενοθήκη
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
ἁρμοδιοτυπής
View word page
Ἀρμένιον
copper carbonate, azurite
ShortDef
copper carbonate, azurite
Debugging
Headword:
Ἀρμένιον
Headword (normalized):
ἀρμένιον
Headword (normalized/stripped):
αρμενιον
IDX:
13341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13342
Key:
Data
{'content': 'copper carbonate, azurite'}