Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφία
ἁρματοτροχιά
ἁρματροχιή
ἁρμελατήρ
ἁρμελάτης
ἄρμενα
Ἀρμενία
Ἀρμενιάρχης
Ἀρμενίζω
Ἀρμένιον
Ἀρμένιος
Ἀρμενιστί
ἀρμενοθήκη
ἀρμενοποιέω
ἄρμενος
ἁρμή
ἁρμογή
ἁρμόδιος
Ἁρμόδιος
View word page
Ἀρμενίζω
sail

ShortDef

sail

Debugging

Headword:
Ἀρμενίζω
Headword (normalized):
ἀρμενίζω
Headword (normalized/stripped):
αρμενιζω
IDX:
13340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13341
Key:

Data

{'content': 'sail'}