Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρματήλατος
ἁρματίζομαι
ἁρμάτιον
ἁρματίτης
ἁρματοδρομέω
ἁρματοδρομία
ἁρματοδρόμος
ἁρματόεργος
ἁρματοθεσία
ἁρματόκτυπος
ἁρματομαχέω
ἁρματοπηγέω
ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφία
ἁρματοτροχιά
ἁρματροχιή
ἁρμελατήρ
ἁρμελάτης
ἄρμενα
Ἀρμενία
View word page
ἁρματομαχέω
fight in or from a chariot

ShortDef

fight in or from a chariot

Debugging

Headword:
ἁρματομαχέω
Headword (normalized):
ἁρματομαχέω
Headword (normalized/stripped):
αρματομαχεω
IDX:
13328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13329
Key:

Data

{'content': 'fight in or from a chariot'}