Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρματεύω
ἁρματηγός
ἁρματηλασία
ἁρματηλάτας
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματηλατικός
ἁρματήλατος
ἁρματίζομαι
ἁρμάτιον
ἁρματίτης
ἁρματοδρομέω
ἁρματοδρομία
ἁρματοδρόμος
ἁρματόεργος
ἁρματοθεσία
ἁρματόκτυπος
ἁρματομαχέω
ἁρματοπηγέω
ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
View word page
ἁρματίτης
using chariots

ShortDef

using chariots

Debugging

Headword:
ἁρματίτης
Headword (normalized):
ἁρματίτης
Headword (normalized/stripped):
αρματιτης
IDX:
13321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13322
Key:

Data

{'content': 'using chariots'}