Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηγός
ἁρματηλασία
ἁρματηλάτας
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματηλατικός
ἁρματήλατος
ἁρματίζομαι
ἁρμάτιον
ἁρματίτης
ἁρματοδρομέω
ἁρματοδρομία
ἁρματοδρόμος
ἁρματόεργος
ἁρματοθεσία
ἁρματόκτυπος
ἁρματομαχέω
ἁρματοπηγέω
ἁρματοπηγός
View word page
ἁρμάτιον
eyesalve

ShortDef

eyesalve

Debugging

Headword:
ἁρμάτιον
Headword (normalized):
ἁρμάτιον
Headword (normalized/stripped):
αρματιον
IDX:
13320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13321
Key:

Data

{'content': 'eyesalve'}