Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρματαρχία
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηγός
ἁρματηλασία
ἁρματηλάτας
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματηλατικός
ἁρματήλατος
ἁρματίζομαι
ἁρμάτιον
ἁρματίτης
ἁρματοδρομέω
ἁρματοδρομία
ἁρματοδρόμος
ἁρματόεργος
ἁρματοθεσία
ἁρματόκτυπος
ἁρματομαχέω
ἁρματοπηγέω
View word page
ἁρματίζομαι
place in a chariot:

ShortDef

place in a chariot:

Debugging

Headword:
ἁρματίζομαι
Headword (normalized):
ἁρματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αρματιζομαι
IDX:
13319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13320
Key:

Data

{'content': 'place in a chariot:'}