Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁρμαρίτης
ἁρμασίδουπος
ἁρματάρακτα
ἁρματαρχία
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηγός
ἁρματηλασία
ἁρματηλάτας
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματηλατικός
ἁρματήλατος
ἁρματίζομαι
ἁρμάτιον
ἁρματίτης
ἁρματοδρομέω
ἁρματοδρομία
ἁρματοδρόμος
ἁρματόεργος
ἁρματοθεσία
View word page
ἁρματηλάτης
a charioteer
ShortDef
a charioteer
Debugging
Headword:
ἁρματηλάτης
Headword (normalized):
ἁρματηλάτης
Headword (normalized/stripped):
αρματηλατης
IDX:
13316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13317
Key:
Data
{'content': 'a charioteer'}