Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρμάμαξα
ἁρμαρίτης
ἁρμασίδουπος
ἁρματάρακτα
ἁρματαρχία
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηγός
ἁρματηλασία
ἁρματηλάτας
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματηλατικός
ἁρματήλατος
ἁρματίζομαι
ἁρμάτιον
ἁρματίτης
ἁρματοδρομέω
ἁρματοδρομία
ἁρματοδρόμος
ἁρματόεργος
View word page
ἁρματηλατέω
to go in a chariot, drive it

ShortDef

to go in a chariot, drive it

Debugging

Headword:
ἁρματηλατέω
Headword (normalized):
ἁρματηλατέω
Headword (normalized/stripped):
αρματηλατεω
IDX:
13315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13316
Key:

Data

{'content': 'to go in a chariot, drive it'}