Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρμα2
ἁρμαλά
ἁρμαλιά
ἁρμάμαξα
ἁρμαρίτης
ἁρμασίδουπος
ἁρματάρακτα
ἁρματαρχία
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηγός
ἁρματηλασία
ἁρματηλάτας
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματηλατικός
ἁρματήλατος
ἁρματίζομαι
ἁρμάτιον
ἁρματίτης
ἁρματοδρομέω
View word page
ἁρματηγός
driving a chariot

ShortDef

driving a chariot

Debugging

Headword:
ἁρματηγός
Headword (normalized):
ἁρματηγός
Headword (normalized/stripped):
αρματηγος
IDX:
13312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13313
Key:

Data

{'content': 'driving a chariot'}