Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄρμα
ἄρμα2
ἁρμαλά
ἁρμαλιά
ἁρμάμαξα
ἁρμαρίτης
ἁρμασίδουπος
ἁρματάρακτα
ἁρματαρχία
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηγός
ἁρματηλασία
ἁρματηλάτας
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματηλατικός
ἁρματήλατος
ἁρματίζομαι
ἁρμάτιον
ἁρματίτης
View word page
ἁρματεύω
to drive
ShortDef
to drive
Debugging
Headword:
ἁρματεύω
Headword (normalized):
ἁρματεύω
Headword (normalized/stripped):
αρματευω
IDX:
13311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13312
Key:
Data
{'content': 'to drive'}