Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδυναστί
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἀδυνατόω
ἁδύπνοος
ἀδυσκόλως
ἀδυσώπητος
ἄδυτον
ἄδυτος
ἀδώμητος
Ἀδωνάρια
Ἀδώνειος
Ἀδώνια
ἀδωνιάζω
Ἀδωνιακός
Ἀδωνίας
Ἀδωνιασμός
Ἀδώνιος
Ἄδωνις
ἀδωρία
ἀδωροδόκητος
View word page
Ἀδωνάρια
shoes

ShortDef

shoes

Debugging

Headword:
Ἀδωνάρια
Headword (normalized):
ἀδωνάρια
Headword (normalized/stripped):
αδωναρια
IDX:
1330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1331
Key:

Data

{'content': 'shoes'}