Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρκυς
ἀρκυστασία
ἀρκύστατος
ἀρκυωρέω
ἀρκυωρός
ἅρμα
ἄρμα
ἄρμα2
ἁρμαλά
ἁρμαλιά
ἁρμάμαξα
ἁρμαρίτης
ἁρμασίδουπος
ἁρματάρακτα
ἁρματαρχία
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηγός
ἁρματηλασία
ἁρματηλάτας
ἁρματηλατέω
View word page
ἁρμάμαξα
a covered carriage

ShortDef

a covered carriage

Debugging

Headword:
ἁρμάμαξα
Headword (normalized):
ἁρμάμαξα
Headword (normalized/stripped):
αρμαμαξα
IDX:
13305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13306
Key:

Data

{'content': 'a covered carriage'}