Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρκυλλος
ἄρκυς
ἀρκυστασία
ἀρκύστατος
ἀρκυωρέω
ἀρκυωρός
ἅρμα
ἄρμα
ἄρμα2
ἁρμαλά
ἁρμαλιά
ἁρμάμαξα
ἁρμαρίτης
ἁρμασίδουπος
ἁρματάρακτα
ἁρματαρχία
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηγός
ἁρματηλασία
ἁρματηλάτας
View word page
ἁρμαλιά
sustenance allotted, food

ShortDef

sustenance allotted, food

Debugging

Headword:
ἁρμαλιά
Headword (normalized):
ἁρμαλιά
Headword (normalized/stripped):
αρμαλια
IDX:
13304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13305
Key:

Data

{'content': 'sustenance allotted, food'}