Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀρκτόχειρ
ἀρκτύλος
ἀρκτῷος
ἄρκυλλος
ἄρκυς
ἀρκυστασία
ἀρκύστατος
ἀρκυωρέω
ἀρκυωρός
ἅρμα
ἄρμα
ἄρμα2
ἁρμαλά
ἁρμαλιά
ἁρμάμαξα
ἁρμαρίτης
ἁρμασίδουπος
ἁρματάρακτα
ἁρματαρχία
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
View word page
ἄρμα
that which one takes: food, burden
ShortDef
that which one takes: food, burden
union, love
Debugging
Headword:
ἄρμα
Headword (normalized):
ἄρμα
Headword (normalized/stripped):
αρμα
IDX:
13301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13302
Key:
Data
{'content': 'that which one takes: food, burden'}