Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁδυμελής
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
ἀδυνασία
ἀδυναστί
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἀδυνατόω
ἁδύπνοος
ἀδυσκόλως
ἀδυσώπητος
ἄδυτον
ἄδυτος
ἀδώμητος
Ἀδωνάρια
Ἀδώνειος
Ἀδώνια
ἀδωνιάζω
Ἀδωνιακός
Ἀδωνίας
View word page
ἀδυσκόλως
without complaint
ShortDef
without complaint
Debugging
Headword:
ἀδυσκόλως
Headword (normalized):
ἀδυσκόλως
Headword (normalized/stripped):
αδυσκολως
IDX:
1325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1326
Key:
Data
{'content': 'without complaint'}