Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄρκειος
Ἀρκεισιάδης
Ἀρκείσιος
ἀρκεόντως
ἀρκεσίβουλος
ἀρκεσίγυιος
Ἀρκεσίλαος
Ἀρκεσίλας
ἀρκέσιμος
ἄρκεσις
ἀρκετός
ἀρκευθιδίτης
ἀρκεύθινος
ἀρκευθίς
ἄρκευθος
ἀρκέω
ἄρκη
ἄρκηλα
ἄρκηλος
ἀρκίθεωρος
ἄρκιλος
View word page
ἀρκετός
sufficient
ShortDef
sufficient
Debugging
Headword:
ἀρκετός
Headword (normalized):
ἀρκετός
Headword (normalized/stripped):
αρκετος
IDX:
13258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13259
Key:
Data
{'content': 'sufficient'}