Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀρκάς
ἀρκεθέωρος
ἄρκειος
Ἀρκεισιάδης
Ἀρκείσιος
ἀρκεόντως
ἀρκεσίβουλος
ἀρκεσίγυιος
Ἀρκεσίλαος
Ἀρκεσίλας
ἀρκέσιμος
ἄρκεσις
ἀρκετός
ἀρκευθιδίτης
ἀρκεύθινος
ἀρκευθίς
ἄρκευθος
ἀρκέω
ἄρκη
ἄρκηλα
ἄρκηλος
View word page
ἀρκέσιμος
assisting
ShortDef
assisting
Debugging
Headword:
ἀρκέσιμος
Headword (normalized):
ἀρκέσιμος
Headword (normalized/stripped):
αρκεσιμος
IDX:
13256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13257
Key:
Data
{'content': 'assisting'}