Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρκαδικός
ἄρκαλα
ἀρκαρικός
ἀρκάριος
Ἀρκάς
ἀρκεθέωρος
ἄρκειος
Ἀρκεισιάδης
Ἀρκείσιος
ἀρκεόντως
ἀρκεσίβουλος
ἀρκεσίγυιος
Ἀρκεσίλαος
Ἀρκεσίλας
ἀρκέσιμος
ἄρκεσις
ἀρκετός
ἀρκευθιδίτης
ἀρκεύθινος
ἀρκευθίς
ἄρκευθος
View word page
ἀρκεσίβουλος
availing in council

ShortDef

availing in council

Debugging

Headword:
ἀρκεσίβουλος
Headword (normalized):
ἀρκεσίβουλος
Headword (normalized/stripped):
αρκεσιβουλος
IDX:
13252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13253
Key:

Data

{'content': 'availing in council'}