Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρκαδίηνδε
Ἀρκαδικός
ἄρκαλα
ἀρκαρικός
ἀρκάριος
Ἀρκάς
ἀρκεθέωρος
ἄρκειος
Ἀρκεισιάδης
Ἀρκείσιος
ἀρκεόντως
ἀρκεσίβουλος
ἀρκεσίγυιος
Ἀρκεσίλαος
Ἀρκεσίλας
ἀρκέσιμος
ἄρκεσις
ἀρκετός
ἀρκευθιδίτης
ἀρκεύθινος
ἀρκευθίς
View word page
ἀρκεόντως
enough, abundantly

ShortDef

enough, abundantly

Debugging

Headword:
ἀρκεόντως
Headword (normalized):
ἀρκεόντως
Headword (normalized/stripped):
αρκεοντως
IDX:
13251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13252
Key:

Data

{'content': 'enough, abundantly'}